- κλισμός
- κλισμός, ὁ (Α)1. είδος αναπαυτικού καθίσματος, ανάκλιντρο («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῑσι καθῑζον», Ομ. Ιλ.)2. κατηφοριά, κλίση εδάφους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -μός. Το -σ- από επίδραση τών κλίσις, κλισία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλισμός — couch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισμοῖο — κλισμός couch masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισμοῖς — κλισμός couch masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισμοῖσι — κλισμός couch masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισμοῖσιν — κλισμός couch masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισμοί — κλισμός couch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισμοῦ — κλισμός couch masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισμούς — κλισμός couch masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισμῶ — κλισμός couch masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισμῶν — κλισμός couch masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)